- σινδόνος
- σινδώνfine clothfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθελίσσω — καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α) 1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾱν αὐτοῡ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.) 2. (για φίδι) σύρω, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλίσσω (< ἕλιξ)] … Dictionary of Greek
μιτώδης — μιτώδης, ῶδες (Α) μίτος] αυτός που μοιάζει με κλωστή ή που αποτελείται από κλωστές («βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένων», Σοφ.) … Dictionary of Greek
σχίδα — Α και σκίδη Μ (κατά τον Ησύχ.) «σχίδος σινδόνος, πῆγμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ τού σχίζω* (πρβλ. σχίδ αξ)] … Dictionary of Greek